- ὑπόσομφος
- ὑπόσομφοςsomewhat spongymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόσομφος — ον, Α 1. λίγο σπογγώδης ή πορώδης 2. μτφ. α) άσημος, ταπεινός β) χαλαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σομφός «σπογγώδης, πορώδης»] … Dictionary of Greek
ὑπόσομφον — ὑπόσομφος somewhat spongy masc/fem acc sg ὑπόσομφος somewhat spongy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσόμφου — ὑπόσομφος somewhat spongy masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόσομφα — ὑπόσομφος somewhat spongy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)